καπνίλα

καπνίλα
[капнила] ουσ 9 запах дыма.

Эллино-русский словарь. 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "καπνίλα" в других словарях:

  • καπνίλα — η 1. η οσμή τού καπνού («το φαγητό μυρίζει καπνίλα») 2. η καπνιά, η αιθάλη …   Dictionary of Greek

  • καπνίλα — η μυρουδιά του καπνού: Αυτό το ψάρι μυρίζει καπνίλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -ίλα — (Μ ίλα) υστερομεσαιωνική και νεοελληνική κατάλ. θηλυκών ονομάτων, χαρακτηριστική αφηρημένων (πρβλ. ανατριχ ίλα, ξεφτ ίλα) κυρίως όμως ουσιαστικών που δηλώνουν δυσάρεστη οσμή (πρβλ. ξιν ίλα, ποδαρ ίλα). Η δήλωση τής δυσάρεστης οσμής οδήγησε τον Γ …   Dictionary of Greek

  • καπνωδία — καπνῳδία, ἡ (Α) [καπνώδης] η καπνιά, η καπνίλα …   Dictionary of Greek

  • καπνός — I (Βοτ.). Ονομασία που αποδίδεται στο γένος Nicotiana, σε ορισμένα είδη αυτού του γένους και στα ξηραμένα φύλλα αυτών των φυτών. Από το είδος Nicotiana rustica παράγεται ο κ. σε ορισμένες περιοχές της Ευρώπης, ωστόσο το παγκόσμιο εμπόριο κ.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»